- σκωληκίτης
- σκωληκ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A worm-like,
κηρός Dsc.1.66
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρός Dsc.1.66
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωληκίτης — ὁ, Α αυτός που προέρχεται από σκώληκα ή αυτός που μοιάζει με σκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] … Dictionary of Greek
σκωληκίτην — σκωληκίτης worm like masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)